ΜΑΥΡΟΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΑ

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Η ποντιακή φορεσιά, του Νίκου Ζουρνατζίδη



Η ποντιακή φορεσιά συνδέθηκε τόσο με τη ζωή των Ελλήνων του Πόντου ώστε ακόμη και σήμερα θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο της ποντιακής φυσιογνωμίας. Οι κάτοικοι του Πόντου την τίμησαν όχι μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής σε περίοδο ειρήνης.

Η γυναικεία φορεσιά



Οι παραλλαγές που επισημαίνονται με τα μέχρι τώρα στοιχεία της έρευνας είναι: Στους διάσπαρτους μέσα σε όλη την περιοχή της Μικρός Ασίας, οικισμούς Ελληνοποντίων μεταναστών (Ακ Ντάγ - Ματέν, Κιουμούς Ματέν κ.ά) η παραδοσιακή φορεσιά φαίνεται να εγκαταλείπεται ή να επιβιώνει στο βαθμό που υπάρχει επικοινωνία με τα αστικά κέντρα του Πόντου.

Τα ευρωπαϊκά ενδύματα φαίνεται να χρησιμοποιούνται κυρίως και να συνδυάζονται ίσως με μεμονωμένα εξαρτήματα παραδοσιακής αμφίεσης.Από την περιοχή του Κάρς, σύμφωνα με την μέχρι τώρα έρευνα , δεν έχουμε μαρτυρίες ότι χρησιμοποιούσαν «τα ζουπούνας», ενώ δεν αποκλείεται να διατηρούσαν μεμονωμένα παραδοσιακά ενδύματα και κοσμήματα στο σύνολο των ενδυμάτων που συνήθιζαν επηρεασμένοι από τις τοπικές συνθήκες.

Τα Ζουπούνας
Έτσι ονομάζεται η γιορτινή και νυφιάτικη φορεσιά των Ελληνίδων των αστικών κέντρων του Πόντου. Ανήκει στις ελληνικές ενδυμασίες που έχουν άμεση βυζαντινή προέλευση. Ο τύπος της είναι παλαιός, πολύ κοντινός στα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής εποχής. Το ένδυμα που την καθορίζει είναι η ζουπούνα, ο μακρύς μανικωτός επενδυτής και γι' αυτό ενδυματολογικά κατατάσσεται στις «φορεσιές με το καβάδι» Η διαφοροποίηση της ηλικίας και της κοινωνικής θέσης των γυναικών δηλώνεται με την πρόσθεση ή αφαίρεση ενδυμάτων και τη χρήση υλικών που τονίζουν τη νεανικότητα ή περιορίζουν την ακτινοβολία του προσώπου και της ενδυμασίας.Τα υλικά της φορεσιάς είναι αγοραστά. Άλλα φερμένα από μακρινά κέντρα παραγωγής από ανατολή και δύση και άλλα φτιαγμένα από ειδικούς τεχνίτες της ίδιας της πόλης. Οι ζουπούνες για τις νέες περιλαμβάνουν τα παρακάτω ενδύματα και κοσμήματα:
Σαλβάρι(ν): φαρδιά βράκα Καμίσι(ν): κοντό πουκάμισο Ζουπούνα: μακρύς μανικωτός επενδυτής - το καβάδι Ζωνάρ(ιν): το ζωνάρι σε σχήμα ορθογώνιο που διπλώνει σε τρίγωνο μπορεί να είναι τριών ειδών: -άσπρο μεταξωτό για νυφικό -πολύχρωμο μεταξωτό - τραπο-λόζι(ν) -πολύχρωμο μάλλινο - το λαχόρ(ιν) .
Χρυσόν κατιφέ: βελούδινη ζακέτα μαύρη ή μελιτζανι ή βυσσινί με τερεζήδικη διακόσμηση από σιρίτι χρυσό ή ασημένιο.
Τεπελίκ(ιν), τάπλα, κούρσιν ή κουρσίν: το κόσμημα της κεφαλής που μπορεί να είναι τριών ειδών ανάλογα με την κάλυψη της επίπεδης κυκλικής επιφάνειας του. Οι μεγαλύτερες στην ηλικία γυναίκες προσθέτανε συνήθως και τη φοτά ή πισταμπάλϋν), τη ριγωτή μεταξωτή ποδιά που την έδεναν πίσω. Στη Ματσούκα δενόταν στο πλάι (πλευρό).
Πανωφόρια ήταν το κοντογούνιν, κοντή βελούδινη ζακέτα με γούνα και το μακρυγούνιν, παλτό από τσόχα και γούνα.
Η συνολική εικόνα που παρουσιάζουν «τα ζουπούνας» είναι ένας πλούσιος συνδυασμός ποικίλων σχημάτων και χρωμάτων. Ρίγες, καρό, λαχούρια και άνθη συνταιριάζονται για να περιβάλλουν τις σεμνές και αυστηρές Ελληνίδες με ζεστά και ζωηρά ανατολίτικα χρώματα. Όσο πολύτιμα όμως κι αν ήταν τα υλικά, τα ενδύματα παρέμειναν απλά στο σχήμα και λιτά στη διακόσμηση.
Τα τσόχας
Έτσι ονομάζεται η γιορτινή φορεσιά της Σάντας. Οι μετανάστες Σανταίοι τη μετέφεραν στην περιοχή της Τσάλκας της Γεωργίας και τη διέσωσαν μέχρι σήμερα. Έχει ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα που πετυχαίνεται με τα εξής στοιχεία: α) στη γιορτινή περίσταση φορούσαν δυο ή και τρεις ζουπούνες β) ακολούθως φορούσαν τσόχινο πανωφόρι που το ονόμαζαν «τσόχα» και γ) πάνω από αυτό έδεναν τσόχινη, μικρή σχετικά, ποδιά. Στο κεφάλι δενόταν απλά μαντήλι.
Ματσούκα
Η φορεσιά της δίνει σύνολο πιο στενής και κοντής αμφίεσης. Αυτό οφείλεται στο ότι η ζουπούνα και το βρακίν είναι πιο στενά και κοντά. Πάνω από τη ζουπούνα φορούσαν το σπαρέλ' ή σπαλέρ' στο στέρνο και στη μέση το ζωνάρι που το επίσημο ήταν το μεταξωτό τραπολόζ'. Για πανωφόρι είχαν απλή ζακέτα τη σαλταμάγκα . Το κάτω μέρος του σώματος το σκέπαζαν τυλίγοντας το με τη μάλλινη ή βαμβακερή ποδιά την κο-κνέτσα. Στο κεφάλι φορούσαν και δυο μαντήλια που δένονταν σφιχτά στο κεφάλι. Το σπαλέρ(ιν) ή σπαρέλ' στην αστική κοινωνία των Ελλήνων του Πόντου το συναντάμε σε περιορισμένη χρήση, κυρίως από τις ηλικιωμένες για κάλυψη του ανοίγματος της ζουπούνας. Όμως η ευρύτατη χρήση του στην καθημερινή ζωή της αγρότισσας το κάνει πιο χαρακτηριστικό ένδυμα της Ελληνίδας του Πόντου, καθώς το σπα-λέρ(ιν)- ή το υποκοριστικό του σπαλερόπον- της βοσκοπούλας, της ρομάνας είναι το πιο τραγουδισμένο ένδυμα, φορτισμένο με την έκδηλη ερωτική διάθεση των μερακλήδων γλεντζέδων.
Η ανδρική φορεσιά


Οι χωρικοί και οι ηλικιωμένοι των πόλεων διατηρούν την παραδοσιακή γιορτινή αμφίεση που την αποτελούν τα παρακάτω ενδύματα: α) σαλβάρ(ιν) ή καραβάνα, είδη φαρδιάς βράκας παρόμοιας με αυτή των Ελλήνων των δυτικών μικρασιατικών παραλίων β) το καμϊσ(ιν), το πουκάμισο γ) γιλέκο σε διάφορους τύπους δ)κοντή ζακέτα για νέους ε) μακρυγούν(ιν) για τους ηλικιωμένους Για τους αγρότες είχε διαμορφωθεί και διατηρήθηκε ακόμη και μετά το 1922 ο συνδυασμός: α) ποτούρ(ιν), φαρδύ παντελόνι και β) εφαρμοστό ένδυμα κορμού μανικωτό ή αμανίκωτο Σε όλους τους τύπους φορεσιάς στη μέση τυλίγεται ζωνάρι και το κεφάλι καλύπτεται απλά- με διάφορα είδη καλυμμάτων -ή πρόσθετα τυλίγεται και με μαντήλι, γύρω από το κάλυμμα.
Τα ζίπκας
Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα έρευνα, οι νέοι Ελληνοπό-ντιοι, κυρίως των αγροτικών περιοχών και σε μικρό ποσοστό των αστικών κέντρων χρησιμοποιούν, ήδη το 1910, το σύνολο της φορεσιάς που ονομάζεται «ζίπκας». Τα «ζίπκας» περιλαμβάνουν τα παρακάτω τμήματα με τη σειρά που φοριούνται:α) ζίπκα: παντελόνι με στενά σκέλη και φαρδιά σούρα στο πίσω μέρος. Η ζίπκα δίνει και το όνομα στο σύνολο της φορεσιάς. Η ζίπκα -και όλη η φορεσιά-φτιαχνόταν είτε από ντόπιο μαύρο ύφασμα είτε από γαλλικό ύφασμα σε χρώμα καφέ ή ανοιχτό γαλάζιο, β) καμίς(ιν) γ) γελέκι(ιν)δ) ζωνάρι, το γιορτινό είναι το μεταξωτό που ονομάζεται τραπολόζ(ιν)ε) κοντέσ', κοντό πανωφόρι στ) τσάπουλας, χαμηλά υποδήματα Λης που δένεται με διάφορους τρόπους.Τα ζίπκας ανάλογα με την περίσταση συμπληρώνονται με διάφορα εξαρτήματα.
Κοσμήματα και ποικίλος οπλισμός
• το κιοστέκ την ασημένια αλυσίδα • το χαμαϊλί και το εγκόλπιο ασημένια φυλαχτά • το κοβούσ' ή γαβλούχ την καπνοσάκουλα • τη ματαράν θήκη για πυρίτιδα • τα φυσεκλίκια • το σιλαχλίκ' δερμάτινη ζώνη-θήκη και στερεωνόταν σε αυτό • το καροκουλάκ' μεγάλο μαχαίρι και • η τάπαντζαν πιστόλι
Τα ζίπκας, φορεσιά εφαρμοστή στο σώμα του παλικαριού, εξυπηρετούσαν τη σβελτάδα του και ανάδειχναν τη λεβεντιά του αλλά και -στις επίσημες εμφανίσεις- τον πλούτο του, με την καλή ποιότητα του υφάσματος και το πλήθος των εξαρτημάτων και των όπλων. Τα ζίπκας είναι τύπος φορεσιάς τον οποίο δανείζεται και οικειοποιείται αφομοιώνοντας τον ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου από το ιθαγενές στοιχείο του Καυκάσου, τους Λαζούς. Το φαινόμενο αυτό είναι φυσιολογικό και συνηθισμένο όταν έχουμε συνύπαρξη και συναναστροφή διαφόρων φυλών στον ίδιο τόπο, όπου υποβάλλονται σε ανάλογες ιστορικές συνθήκες. Έχουμε δηλαδή εν φυσιολογικό πολιτισμικό φαινόμενο συνηθισμένο σε πολυ-πολιτισμικές κοινωνίες όπως εκείνη του Πόντου. Η χρήση αυτού του τύπου φορεσιάς από τους νέους Έλληνες του Πόντου φαίνεται ότι διαδόθηκε γιατί τους εξυπηρετούσε στον τρόπο ζωής τους. Σε έναν τρόπο ζωής που τον καθόριζαν το ορεινό τοπίο και κυρίως η έφιππη δραστηριότητα για τα έργα της ειρηνική ζωής αλλά και για τους αγώνες αντίστασης στην καταπιεστική τοπική ή και κεντρική τουρκική εξουσία.

ΝΙΚΟΣ ΖΟΥΡΝΑΤΖΙΔΗΣ

Ο Νίκος Ζουρνατζίδης γεννήθηκε στον Κεχρόκαμπο της Καβάλας το Νοέμβριο του 1947. Περάτωσε τις σπουδές του στην Καβάλα το 1969 παίρνοντας την ειδικότητα του εργοδηγού μηχανολόγου. Γνώρισε τον χορό από τα πρώτα βήματα της ζωής του σ ένα χώρο (το χωριό του) που ήταν αμιγώς ποντιακός. Η πρώτη ένταξή του σε χορευτική ομάδα ήταν το 1965 στη Λέσχη Ποντίων Καβάλας. Το Σεπτέμβριο του 1969 βρέθηκε στην Αθήνα για να υπηρετήσει τη θητεία του στο ναυτικό.

Από το 1971, στην Αθήνα πια, διετέλεσε χορευτής και υπεύθυνος του ποντιακού τμήματος του χορευτικού συγκροτήματος του Θεάτρου Δώρα Στράτου και από το 1975 έως το 1979 υπεύθυνος όλου του συγκροτήματος όπου χόρεψε και δίδαξε όλους τους χορούς της Ελλάδας. Από το 1970 έως το 1972 ήταν χορευτής στο Σύλλογο Ποντίων Αργοναύται-Κομνηνοί
Ως χορευτή και χοροδιδάσκαλο τον συναντούμε και στον Καλλιτεχνικό Οργανισμό Ποντίων Αθηνών (ΚΟΠΑ) από το 1971 έως το 1983.

Από το 1973 άρχισε μια έρευνα για τη συλλογή και καταγραφή όλων των ποντιακών χορών, με μαγνητόφωνο και τη συνέχισε με βίντεο από τον Απρίλιο του 1984 γυρνώντας όλη την Ελλάδα όπου υπήρχαν Πόντιοι, γιατί δαπίστωσε σοβαρά κενά στις μέχρι τότε προσπάθειες.

Δίδαξε-και εξακολουθεί να διδάσκει- κατά καιρούς σε ποντιακούς και μη συλλόγους, στο Λύκειο Ελληνίδων και στην Ακαδημία Σωματικής Αγωγής, στην ειδικότητα του χορού, όπου σήμερα διδάσκεται και το βιβλίο που έχει γράψει σχετικά με τους ποντιακούς χορούς. Έχει χορέψει ή διδάξει επανειλημμένα σε διάφορα μέρη του κόσμου: Η.Π.Α.( Λ.Αντζελες, Βοστώνη, Φλώριδα, Ατλάντα, Γουϊλμικτον), Ινδία (Βομβάη, Καλκούτα, Μπενάρες, Νέο Δελχί), Γαλλία (Παρίσι, Λιλ, Στρασβούργο), Δανία (Κοπεγχάγη), Νορβηγία (Όσλο, Τόνσμπεργ, Ως), Ισπανία (Βαρκελώνη, Παμπλόνα), Αγγλία (Λονδίνο), Ρωσσία (Μόσχα, Μινβόντε, Εσεντουκί), Ιράκ (Βαγδάτη), Ιορδανία (Αμμάν), Αίγυπτο (Κάιρο), Κύπρο (Λάρνακα, Λεμεσό, Πάφο, Λευκωσία, Παραλίμνη), Ουγγαρία (Βουδαπέστη), Βουλγαρία (Σόφια, Μπουργκάς), Ευρωπαϊκή Τουρκία (Κωνσταντινούπολη), Καζακστάν (Αλματά), Ιταλία (Ρώμη, Κάλιαρι), Καναδά (Μόντρεαλ), Νότιο Αφρική(Τέρπαν). Στη Γερμανία πηγαίνει από το 1993, δυο φορές το χρόνο, προσκαλεσμένος της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων Ευρώπης και διδάσκει στους χοροδιδάσκαλους των συλλόγων. Κάθε χρόνο διδάσκει σε 4-7 σεμινάρια στο εξωτερικό. Διδάσκει επίσης κάθε καλοκαίρι σε 4-6 σεμινάρια διάφορων φορέων για Έλληνες και ξένους.

Το 1994 δημιούργησε το Χορευτικό Όμιλο Ποντίων Αργώ, που μετονομάσθηκε σε Σέρρα. Είναι το πρώτο χορευτικό που χρησιμοποίησε πιστά αντίγραφα των ποντιακών φορεσιών με όλα τους τα κοσμήματα και εξαρτήματα, που πρωτοχόρεψε τους χορούς του Δυτικού Πόντου δημόσια, ενώ χρησιμοποιεί στις παραστάσεις του όλα τα ποντιακά μουσικά όργανα και πάντα συνοδεύεται από τραγουδιστές. Επίσης κατέγραψε όλους τους ποντιακούς χορούς σε βιντεοκασέτες που εκδόθηκαν από το σύλλογο μαζί με 3 CDs και 1 βιβλίο που έγραψε ο ίδιος. Έτσι σήμερα υπάρχει όλος ο χορευτικός και μουσικός πλούτος του Πόντου συγκεντρωμένος σε ένα πακέτο με χορευτές της πρώτης και δεύτερης γενιάς ώστε να γνωρίζουμε το ύφος του χορού στην αυθεντική του μορφή.

Με πρότασή του έγινε η καταγραφή της χορευτικής ποντιακής μουσικής, με όλα της τα μουσικά όργανα, από την Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων Νότιας Ελλάδας, με επίβλεψη δική του και των μουσικών Γιώργου Αμαραντίδη και Μιχάλη Καλιοντζίδη.

Είναι παντρεμένος με την Ελένη Ζουρνατζίδη-Πετρίδη, με την οποία απέκτησε δυο κόρες, τη Σοφία και την Ιωάννα.

πηγή: http://www.serra.gr/htm/nikos.html



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου